-
1 παντόμορφος
παντό-μορφος, ον,A = πάμμορφος, Θέτις S.Fr. 618;σπλάγχνων γένη Hp. Ep.23
( παντάμ- codd.); of the universe, Corp.Herm.11.16: hence, as Subst. π., ὁ, the Universe, Ps.-Apul.Asclep.19 (cf. 35); as figure-head of a ship, perh. Proteus, PGrenf.1.49.20 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόμορφος
См. также в других словарях:
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek